μανδύα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μανδύα''': ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, [[ἐπανωφόριον]] ἐξ ἐρίου, [[ἐφεστρίς]], ὡς ὁ [[φαινόλης]] ([[Πολυδ]]. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς [[μίμημα]] μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Λιβυρνοί]].
|lstext='''μανδύα''': ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, [[ἐπανωφόριον]] ἐξ ἐρίου, [[ἐφεστρίς]], ὡς ὁ [[φαινόλης]] (Πολυδ. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] [[λέξις]] Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς [[μίμημα]] μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[Λιβυρνοί]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανδύα Medium diacritics: μανδύα Low diacritics: μανδύα Capitals: ΜΑΝΔΥΑ
Transliteration A: mandýa Transliteration B: mandya Transliteration C: mandya Beta Code: mandu/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ (μανδύη Poll.7.60, D.C.57.13,al.), μανδύας, ου, ὁ (LXX Jd.3.16, al., Suid.), or μανδύης (Lyd.Mag.2.13),

   A woollen cloak, Persian word acc. to Ael.Dion.Fr.252, Hsch.; but Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτών A.Fr.364, cf. Artem.2.3, St.Byz. s.v. Λιβυρνοί.

Greek (Liddell-Scott)

μανδύα: ἡ, καὶ μανδύας, ου, καὶ α, ὁ, ἐπανωφόριον ἐξ ἐρίου, ἐφεστρίς, ὡς ὁ φαινόλης (Πολυδ. Ζ΄, 60), λέγεται δὲ ὅτι εἶναι λέξις Περσική, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1854. 32, Ἡσύχ.· ἐν χρήσει καὶ παρὰ Λιβυρνοῖς, Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353, πρβλ. Ἀρετμ. 1. 3, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Λιβυρνοί.

Greek Monolingual

και μαντύα, η (AM μανδύα, Α και μανδύη)
μανδύας, επενδύτης
νεοελλ.
(ειδικά) ο στρατιωτικός επενδύτης, η χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη Λιβυρνική (λιβυρνική μανδύη), ενώ κατ' άλλους είναι περσικό δάνειο].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a woollen cloth (A. Fr. 364 = 711 Mette, LXX).
Other forms: f., -ας, -ης
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained foreign word. After Ael. Dion. Fr. 252 and H. Persian; A. (l.c.), and St. Byz. 415, 7 speaks of Λιβυρνικη μανδύη.

Frisk Etymology German

μανδύα: -η
{mandúa}
Forms: -ας, -ης m.
Grammar: f.,
Meaning: N. eines wollenen Gewandes (A. Fr. 364 = 711 Mette, LXX usw.).
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Nach Ael. Dion. Fr. 252 und H. persisch; A. (a.a.O.) und St. Byz. 415, 7 sprechen von Λιβυρνικὴ μανδύη.
Page 2,170