τύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύλωμα''': τό, [[τύλος]], ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ [[πέλμα]] τοῦ ποδός, [[Πολυδ]]. Β΄, 198.
|lstext='''τύλωμα''': τό, [[τύλος]], ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ [[πέλμα]] τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τυλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλώνω]], σκληρό [[εξόγκωμα]] του δέρματος, [[συνήθως]] τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερπλήρωση]], [[παραγέμισμα]] της κοιλιάς με φαγητά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέλμα]] του ποδιού.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τυλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[τυλώνω]], σκληρό [[εξόγκωμα]] του δέρματος, [[συνήθως]] τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερπλήρωση]], [[παραγέμισμα]] της κοιλιάς με φαγητά<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πέλμα]] του ποδιού.
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠλωμα Medium diacritics: τύλωμα Low diacritics: τύλωμα Capitals: ΤΥΛΩΜΑ
Transliteration A: týlōma Transliteration B: tylōma Transliteration C: tyloma Beta Code: tu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, glossed by τύμμα, Hsch.;

   A gloss on τύλη, Id. s.v. γονοτύλη.    2 sole of the foot, Poll.2.198.

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.

Greek (Liddell-Scott)

τύλωμα: τό, τύλος, ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[τυλῶ, -ώνω]]
το αποτέλεσμα του τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος
νεοελλ.
υπερπλήρωση, παραγέμισμα της κοιλιάς με φαγητά
αρχ.
το πέλμα του ποδιού.