ἀποτομάς: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, [[Πολυδ]]. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
|lstext='''ἀποτομάς''': -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἀπότομος]], [[πέτρα]] Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον [[τεμάχιον]] ξύλου, [[σχίζα]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· [[ῥάβδος]] ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, Πολυδ. Ι΄, 64, Ἡσύχ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτομάς Medium diacritics: ἀποτομάς Low diacritics: αποτομάς Capitals: ΑΠΟΤΟΜΑΣ
Transliteration A: apotomás Transliteration B: apotomas Transliteration C: apotomas Beta Code: a)potoma/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of ἀπότομος,

   A abrupt, sheer, πέτρα D.S.4.78, cf. 2.13.    2 as Subst., split or hewn piece of wood, J. AJ3.1.2; javelin used in athletic games, Poll.10.64, Hsch.    3 fiery dart, prob. l. in Tim.Pers.28.

German (Pape)

[Seite 331] άδος, ἡ, fem. zu ἀπότομος, πέτρα Diod. Sic. 2, 13. 4, 78; – γῆ ἀπ. erkl. Eust. τέμενος; – nach Hesych. auch eine Art Wurfspieß im Pentathlon gebraucht, Boeckh. Schol. Pind. p. 519.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτομάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἀπότομος, πέτρα Διόδ. 2.13, 4.78. 2) ὡς οὐσιαστ., ἀποκεκομμένον τεμάχιον ξύλου, σχίζα, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 3. 1, 2· ῥάβδος ἢ κοντὸς ἐν χρήσει κατὰ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, Πολυδ. Ι΄, 64, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-άδος
I 1subst. ἡ ἀ. astil, vara ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles con correas de cuero de buey Tim.15.27, λαβὼν ἀποτομάδος τὸ ἄκρον ἐν ποσὶν ἐρριμένης cogiendo la punta de un palo que estaba tirado a sus pies I.AI 3.7.
2 dardo o jabalina de competición, Poll.10.64, 3.151, Hsch.
II adj. cortado a pico, escarpado πέτραι D.S.4.78, 2.13.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτομάς: άδος Diod. adj. f к ἀπότομος.