ὄρμενος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρμενος''': ἢ ὅρμενος, ὁ, [[βλαστός]], ἢ [[καυλός]], Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρμενος]]· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς [[κύημα]]. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, | |lstext='''ὄρμενος''': ἢ ὅρμενος, ὁ, [[βλαστός]], ἢ [[καυλός]], Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄρμενος]]· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς [[κύημα]]. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, Πολυδ. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. [[ὄρμενος]], μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ [[ὄρνυμι]].) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
or ὅρμενος, ὁ,
A shoot, sprout, or stem, stalk, = ἀσφάραγος 11, esp. = κραμβοσπάραγον, Diph. Siph. ap. Ath.2.62f, Hsch.: pl. ὄρμενοι Poll.6.61 ; but also ὄρμενα Posidipp.24, cf. Phryn.PSp.67 B., EM 161.4 ; dat. pl., Jul.Or.5.176a. (Cf. ὄρμενος, aor. part. Med. of ὄρνυμι.)
German (Pape)
[Seite 381] oder ὅρμενος, ὁ (ορ), Schoß, Stiel, Stengel, im plur. ὄρμενα, τά, Phryn. p. 111; τῶν λαχάνων αἱ ἄκανθαι ὄρμενα καλοῦνται, bes. vom Kohl, Ath. II, 62 e u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρμενος: ἢ ὅρμενος, ὁ, βλαστός, ἢ καυλός, Ἀθήν. 62F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρμενος· οἱ μὲν τῆς κράμβης τὸ ἐντὸς κύημα. οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀσπάραγον. ἄλλοι πᾶν τὸ ἐκκεκαυλημένον»· ― πληθ. ὄρμενοι, Πολυδ. Ϛϳ. 61· ἀλλ’ ὡσαύτως ὄρμενα, Ποσείδιππος ἐν «Συντρόφοις» 2, πρβλ. Α. Β. 38, Ἐτυμολ. Μέγ. 161. 3. (Πρβλ. ὄρμενος, μετοχ. μέσ. ἀορ. τοῦ ὄρνυμι.)
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. sync. de ὄρνυμι.
English (Autenrieth)
see ὄρνῦμι.
Greek Monotonic
ὄρμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄρνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὄρμενος: эп. part. aor. 2 med. к ὄρνυμι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., pl. also -α
Meaning: shoot, stalk, stick, esp. of cabbage and asparagus (Diph. Siph. a. Posidipp. [IIIa] in Ath.);
Other forms: (ὅρ-).
Derivatives: ὀρμενόεις with a (lang) stalk (Nic.); ἐξ-ορμενίζω ὄρμενα ἐκβάλλειν, to put forth shoots (S. Ichn. 275 [uncertain], Nicostr. Com., Phryn., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formally identical with the ptc. aor. of ὄρνυμι, which may be also semantically possible; cf. ἔρνος. (S. also ὀρόδαμνος.)
Frisk Etymology German
ὄρμενος: {órmenos}
Forms: (ὅρ-)
Grammar: m., pl. auch -α
Meaning: ‘Schoß, Stiel, Stengel, bes. des Kohls und des Spargels’ (Diph. Siph. u. Posidipp. [IIIa] bei Ath. u.a.);
Derivative: ὀρμενόεις ‘mit (langem) Stengel’ (Nik.); ἐξορμενίζω ὄρμενα ἐκβάλλειν, Schosse aussenden (S. Ichn. 275 [unsicher], Nikostr. Kom., Phryn., Poll.).
Etymology : Mit dem Ptz. Aor. von ὄρνυμι formal identisch, was auch semantisch möglich ist; vgl. ἔρνος. S. indessen auch ὀρόδαμνος.
Page 2,419