δόλιχος: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dolichos | |Transliteration C=dolichos | ||
|Beta Code=do/lixos | |Beta Code=do/lixos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[the long course]], in racing, opp. | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[the long course]], in racing, opp. [[στάδιον]], <span class="title">IG</span>22.956, etc.; τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>833b</span>; θεῖν <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.27</span>; νικᾶν Luc.<span class="title">Hist. Conscr.</span>30; δολίχῳ κρατεῖν <span class="bibl">Paus.3.21.1</span>: metaph., δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>329a</span>; δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν <span class="bibl">Epicr.3.18</span>; δόλιχον βιότου σταδιεύσας <span class="title">Epigr.Gr.</span>311; <b class="b3">γήρως δ</b>. ib.231. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> a [[measure of length]], = 12 [[stades]], Hero <b class="b2">*Geom</b>.4.13. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[calavance]], [[Vigna sinensis]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.3.2</span>, <span class="bibl">Diocl.Fr.117</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:54, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A the long course, in racing, opp. στάδιον, IG22.956, etc.; τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Pl.Lg.833b; θεῖν X.An.4.8.27; νικᾶν Luc.Hist. Conscr.30; δολίχῳ κρατεῖν Paus.3.21.1: metaph., δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου Pl.Prt.329a; δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Epicr.3.18; δόλιχον βιότου σταδιεύσας Epigr.Gr.311; γήρως δ. ib.231. 2 a measure of length, = 12 stades, Hero *Geom.4.13. II calavance, Vigna sinensis, Thphr.HP8.3.2, Diocl.Fr.117.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ, 1) die lange Rennbahn, von στάδιον unterschieden, nach Suid. u. Schol. Soph. El. 686 20 Stadien lang, welche siebenmal, dreimal hin u. zurück, u. wieder bis ans Ziel (vgl. Schol. Ar. Nub. 28) durchlaufen werden mußte (140 Stadien = 3 1/2 deutsche Meile); δόλιχον θεῖν, Xen. An. 4, 8, 27; ὁ τὸν δόλιχον ἁμιλλησόμενος Plat. Legg. VIII, 833 b; δόλιχον νικᾶν, im Dauerlaufe siegen, Luc. Hist. conscr. 50; es kommt auch ein δόλιχος ἵππιος vor, Inscr. 1515. – Uebertr., δόλιχον τοῖς ἔτεσι τρέχειν, Epicrat. Com. bei Ath. XII, 570 d. – 2) eine längliche Hülsenfrucht; Theophr.; Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 43).
Greek (Liddell-Scott)
δόλιχος: ὁ, ὁ μακρὸς δρόμος ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, ἀντίθ. στάδιον, συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 245, 1515 κ. ἀλλ.· τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Β· θεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27· νικᾶν Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 30· δολίχῳ κρατεῖν Παυσ. 3. 21, 1. - Τὸ μῆκος αὐτοῦ ἦτο πιθ. 24 σταδ.· - μεταφ., δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Ἐπικρ. Ἀντιλ. 1. 18· δόλιχον βιότου σταδιεύσας Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 311, πρβλ. 231. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου ἐπιμήκους, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 3, 2, ἴδε λοβὸς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le long stade, espace de 12 δίαυλοι ou 24 stades, la plus longue carrière que parcouraient les athlètes dans les jeux : δόλιχον θεῖν XÉN courir le long stade ; τὸν δόλιχον νικᾶν LUC être vainqueur à la course du long stade.
Étymologie: cf. δολιχός.
English (Slater)
δόλῐχος
1 long ]δολιχὰ δ' ὁδ[ὸ]ς ἀθανάτω[ν Δ. 4. 18.
Greek Monolingual
ο (AM δόλιχος)
1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων)
2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό
3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια
4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο.
Greek Monotonic
δόλιχος: ὁ, μακρύς δρόμος, αντίθ. προς το στάδιον, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δόλῐχος: ὁ длинный пробег (на дистанцию до 24 стадиев, которую участники состязания проходили семь раз: три раза туда и обратно и еще раз до цели) (δολιχον θεῖν Xen. и ἁμιλλᾶσθαι Plat.; δόλιχον νικᾶν Luc.): ὁ δ. τοῦ πολέμου ирон. Plut. превратности войны.
Middle Liddell
δόλιχος, ὁ, [from δολῐχός] n
the long course, opp. to στάδιον, Plat., Xen.