θειώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theiodis
|Transliteration C=theiodis
|Beta Code=qeiw/dhs
|Beta Code=qeiw/dhs
|Definition=(A), ες, (<b class="b3">θεῖον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sulphureous]], of waters, etc., <span class="bibl">Anon.Lond. 24.45</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.2.3</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Aët.3.167</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>7.5</span>; ὀδμή <span class="bibl">Str.1.3.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of colour, [[yellow]], θώρακες <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>9.17</span>.</span><br /><span class="bld">θειώδης</span> (B), ες, (<b class="b3">θεῖος</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[divine]]. Adv. -δως [[by Imperial decree]], PMasp.451.42,56 (vi A.D.).</span>
|Definition=(A), ες, ([[θεῖον]] A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sulphureous]], of waters, etc., <span class="bibl">Anon.Lond. 24.45</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.2.3</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Aët.3.167</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>7.5</span>; ὀδμή <span class="bibl">Str.1.3.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of colour, [[yellow]], θώρακες <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>9.17</span>.</span><br /><span class="bld">θειώδης</span> (B), ες, ([[θεῖος]] A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[divine]]. Adv. -δως [[by Imperial decree]], PMasp.451.42,56 (vi A.D.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειώδης Medium diacritics: θειώδης Low diacritics: θειώδης Capitals: ΘΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: theiṓdēs Transliteration B: theiōdēs Transliteration C: theiodis Beta Code: qeiw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (θεῖον A)

   A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18.    2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.
θειώδης (B), ες, (θεῖος A)

   A divine. Adv. -δως by Imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, -farbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.

English (Strong)

from θεῖον and εἶδος; sulphur-like, i.e. sulphurous: brimstone.

English (Thayer)

θειωδες (from θεῖον brimstone (which see)), of brimstone, sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; (Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monolingual

(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης (πρβλ. δυσ-ώδης, ζοφ-ώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux]].

Russian (Dvoretsky)

θειώδης: цвета серы (θώρακες NT).

Chinese

原文音譯:qeièdhj 帖-哦得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:安置(的)
字義溯源:硫磺-似的,硫磺的;由(θεῖον)*=硫磺)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 硫磺(1) 啓9:17