ἕρπης: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erpis | |Transliteration C=erpis | ||
|Beta Code=e(/rphs | |Beta Code=e(/rphs | ||
|Definition=ητος, ὁ, (ἕρπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[shingles]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.11</span> (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>5.22</span>:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, <span class="bibl">Ph.2.64</span> ; ἑρπήνη, ἡ, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>377.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἕρπης, ητος, ὁ,</b> name of an animal (snake ?), <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>30.116</span>, prob. in <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>19.1</span> ( | |Definition=ητος, ὁ, (ἕρπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[shingles]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.11</span> (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>5.22</span>:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, <span class="bibl">Ph.2.64</span> ; ἑρπήνη, ἡ, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>377.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἕρπης, ητος, ὁ,</b> name of an animal (snake ?), <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>30.116</span>, prob. in <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>19.1</span> ([[ὅπητες]] cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:01, 8 July 2020
English (LSJ)
ητος, ὁ, (ἕρπω)
A shingles, Hp.Prorrh.2.11 (pl.); ἕ. ἐσθιόμενοι Id.Aph.5.22:—also ἑρπήν, ῆνος, ὁ, Ph.2.64 ; ἑρπήνη, ἡ, EM377.7. II ἕρπης, ητος, ὁ, name of an animal (snake ?), Plin.HN30.116, prob. in Philum.Ven.19.1 (ὅπητες cod.).
German (Pape)
[Seite 1034] ητος, ὁ, ein schleichender, um sich fressender Schaden, Hautgeschwür, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρπης: -ητος, ὁ, (καθ’ Ἡρωδιαν. δὲ παρὰ Χοιροβ. 54. 29, ἑρπής, -ῆτος) (ἕρπω): νόσημα χαλεπὸν τοῦ δέρματος ἔξαπλούμενον κατὰ μῆκος καὶ πλάτος, Foës. Oec. Ἱππ.· ἕρπης ἐσθιόμενος Ἱππ. Ἀφ. 1253· - ὡσαύτως ἑρπὴν -ῆνος, ὁ, Φίλων 2. 64 - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολόγ.: «ἐρπὴν ὄνομα πάθους. παρὰ τὸ ἕρπω ἑρπήν ἔστι δὲ πάθος χαλεπὸν ἀπὸ τοῦ ἕρπειν καθ’ ὅλου τοῦ σώματος· ἐπιπλατύνεται γὰρ τῷ σώματι οὐκ εἰς ὄγκον, ἀλλ’ εἰς πλάτος καὶ μῆκος. λέγεται δὲ καὶ ἑρπίνη ὡς εὗρον εἰς τὸ Λεξικὸν» (Ἀνεκδ. Βεκκ. 256. 18, καὶ Φωτίου Λεξ. ἐν λέξει).
Greek Monolingual
και έρπητας, ο (AM ἕρπης
Α και ἑρπήν, ὁ και ἑρπήνη, ἡ)
οξεία πάθηση του δέρματος η οποία χαρακτηρίζεται από απότομη εμφάνιση και εξάπλωση φυσαλλίδων με κόκκινη βάση
νεοελλ.
φρ.
1. «έρπης ίρις» — μορφή πολύμορφου ερυθήματος
2. «ἐρπης κυήσεως» — φυσαλλιδώδες εξάνθημα του δέρματος, το οποίο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κυήσεως ή μετά τον τοκετό
3. «ἐρπης ζωστήρ» — βλ. ζωστήρας
αρχ.
ὁ ἕρπης
ονομασία κάποιου ζώου, πιθ. φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρπ-ω + -ης (πρβλ. κέλ-ης < κέλλω)].