ἰκρίωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikrioma
|Transliteration C=ikrioma
|Beta Code=i)kri/wma
|Beta Code=i)kri/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scaffold]], IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. [[κατῆλιψ]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl.,= <b class="b3">ἀντήριδες</b>, <span class="bibl">Eust.903.54</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scaffold]], IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. [[κατῆλιψ]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl.,= [[ἀντήριδες]], <span class="bibl">Eust.903.54</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:15, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκρίωμα Medium diacritics: ἰκρίωμα Low diacritics: ικρίωμα Capitals: ΙΚΡΙΩΜΑ
Transliteration A: ikríōma Transliteration B: ikriōma Transliteration C: ikrioma Beta Code: i)kri/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ.    II in pl.,= ἀντήριδες, Eust.903.54.

German (Pape)

[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.