ἰσώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isonymos
|Transliteration C=isonymos
|Beta Code=i)sw/numos
|Beta Code=i)sw/numos
|Definition=ον<b class="b3">, (ὄνομα)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bearing the same name as]], c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.64</span>; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. <b class="b3">ἡλιοτρόπιον</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>678</span>.</span>
|Definition=ον<b class="b3">, (ὄνομα)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bearing the same name as]], c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.64</span>; <b class="b3">ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos,</b> i.e. [[ἡλιοτρόπιον]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>678</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:20, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσώνῠμος Medium diacritics: ἰσώνυμος Low diacritics: ισώνυμος Capitals: ΙΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: isṓnymos Transliteration B: isōnymos Transliteration C: isonymos Beta Code: i)sw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)

   A bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.

German (Pape)

[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος,
   1 with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)

Greek Monolingual

ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος, ομ-ώνυμος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσώνῠμος: одноименный (τινος Pind.).