ἐρημικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erimikos
|Transliteration C=erimikos
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Beta Code=e)rhmiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of solitude]] or [[for solitude]], [[living in a desert]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>101(102).7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 14 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημικός Medium diacritics: ἐρημικός Low diacritics: ερημικός Capitals: ΕΡΗΜΙΚΟΣ
Transliteration A: erēmikós Transliteration B: erēmikos Transliteration C: erimikos Beta Code: e)rhmiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of solitude or for solitude, living in a desert, LXX Ps.101(102).7.

German (Pape)

[Seite 1026] zur Einsamkeit gehörig, daran gewöhnt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἐρημίαν, ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 7. - ἐρημικὸς βίος, ὁ βίος ἐρημίτου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1104Λ, κλ.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρημικός, -ή, -όν) έρημος
1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος
2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός, ασυντρόφευτος
αρχ.
(το ουδ. ως ουσ. ως τοπωνύμιο) τὰ Ἐρημικά («ἐξήγαγέ μέ ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὰ λεγόμενα Ἐρημικά» — με έβγαλε έξω από την πόλη, στην περιοχή που λέγεται Ερημικά, Παλλάδ.)
αρχ.
φρ. «ἐρημικός βίος» — ο βίος του ερημίτη.
επίρρ...
ερημικώς και -ά. απομακρυσμένα, απομονωμένα, μοναχικά, στην έρημο.