φανερώνω: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:46, 24 October 2020
Greek Monolingual
φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεροῦμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.