βασίλιννα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(nl)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vasilinna
|Transliteration C=vasilinna
|Beta Code=basi/linna
|Beta Code=basi/linna
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[βασίλισσα]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[βασίλισσα]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:45, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσῐλιννα Medium diacritics: βασίλιννα Low diacritics: βασίλιννα Capitals: ΒΑΣΙΛΙΝΝΑ
Transliteration A: basílinna Transliteration B: basilinna Transliteration C: vasilinna Beta Code: basi/linna

English (LSJ)

   A v. βασίλισσα.

German (Pape)

[Seite 437] ἡ, = βασίλεια, Men. bei Eusth. 1425; als v. l. der mss. Dem. 59, 74.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλιννα: ἴδε ἐν λ. βασίλισσα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
reina en la explicación de la hierogamia de la mujer del arconte rey, D.59.74, cf. Men.Fr.652a.

Greek Monolingual

βασίλιννα, η (Α)
η σύζυγος του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς, πιθ. αρχικά με υποκοριστική σημασία. Κατ' άλλους, βασίλιννα < βασιλεύς + -ιννα, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό θηλυκών κυρίων ονομάτων ή λέξεων θρησκευτικού περιεχομένου. Ανάλογο σχηματισμό προς το βασίλιννα παρουσιάζουν τα κύρια ονόματα Κόριννα, Φίλιννα κ.ά.].

Greek Monotonic

βᾰσίλιννα: ἡ, βασίλισσα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βᾰσίλιννα: (σῐ) ἡ жена архонта-басилевса Dem., Men.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασίλιννα -ης, ἡ βασιλεύς koningin (in Athene de vrouw van de ἄρχων βασιλεύς).