βουχανδής: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vouchandis | |Transliteration C=vouchandis | ||
|Beta Code=bouxandh/s | |Beta Code=bouxandh/s | ||
|Definition=ές, (χανδάνω) <span class="sense" | |Definition=ές, (χανδάνω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[holding an ox]], [[λέβης]] ib.<span class="bibl">153</span> (Anyte); expld. by [[πολυχώρητος]], Hsch. χῑλος, ον, [[rich in fodder]], λειμών <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>540</span> (lyr.); Ἀρκαδίη <span class="title">AP</span>6.108 (Myrin.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, (χανδάνω) A holding an ox, λέβης ib.153 (Anyte); expld. by πολυχώρητος, Hsch. χῑλος, ον, rich in fodder, λειμών A.Supp.540 (lyr.); Ἀρκαδίη AP6.108 (Myrin.).
German (Pape)
[Seite 460] ές, einen Ochsen, viel fassend, λέβης Anyt. 2 (VI, 153).
Greek (Liddell-Scott)
βουχανδής: -ές, (χανδάνω) δυνάμενος νὰ χωρήσῃ ἕνα βοῦν, λέβης Ἀνθ. ΙΙ. 6. 153.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une vaste capacité (qui peut contenir un bœuf entier LSJ).
Étymologie: βου- ou βοῦς, χανδάνω.
Spanish (DGE)
-ές
capaz para un buey, de gran capacidad λέβης AP 6.153 (Anyt.), Hsch.
Greek Monolingual
βουχανδής, -ές (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»].
Greek Monotonic
βουχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα ολόκληρο βόδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βουχανδής: чрезвычайно объемистый, громадный (λέβης Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουχανδής -ές βοῦς, χανδάνω dat een rund kan bevatten reuzegroot.