δίδαγμα: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=didagma | |Transliteration C=didagma | ||
|Beta Code=di/dagma | |Beta Code=di/dagma | ||
|Definition=[ῐ], ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=[ῐ], ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[lesson]], [[instruction]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>1</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>668</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>9.10</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Clit.</span>409b</span>, <span class="bibl">Mosch.<span class="title">Fr.</span>2.7</span>, etc.; χρόνος δ. ποικιλώτατον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>291</span>; [[evidence]], [[proof]], τινός <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>17</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:46, 10 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, A lesson, instruction, Hp.Fract.1, Ar.Nu.668, X.Eq.9.10, Pl.Clit.409b, Mosch.Fr.2.7, etc.; χρόνος δ. ποικιλώτατον E.Fr.291; evidence, proof, τινός Plu. Galb.17.
German (Pape)
[Seite 615] τό, Lehre, Unterricht; Ar. Nubb. 668; Plat. Clit. 409 b u. Sp.; das Belehrende, χρόνος δ. ποικιλώτατον Eur. frg. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δίδαγμα: -ατος, τό, τὸ διδασκόμενον μάθημα, Ἱππ. Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Νεφ. 668, Ξεν. Ἱππ. 9, 10, Πλάτ. Κλειτοφ. 409Β· χρόνος δ. ποικιλώτατον Εὐρ. Ἀποσπ. 293.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
leçon.
Étymologie: διδάσκω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῐ-]
1 enseñanza, lección καὶ γὰρ ἄλλων ὀστέων ... δ. ὅδε ὁ λόγος ἐστίν pues este discurso es también una lección sobre otros huesos Hp.Fract.1, διδαγμάτων ἥδιστον εἰσηγήσατο Critias Fr.Trag.19.25, ὁ γὰρ χρόνος δ. ποικιλώτατον E.Fr.291, cf. Ar.Nu.668, Pl.Clit.409b, X.Eq.9.10, Mosch.6.7, Phld.Mus.4.7.17, Cont.fr.117.12, Attic.2.138, παρὰ Μωυσέως δ. καὶ δόγμα Ph.1.126, cf. 254, τὰ ἀλλήλων διδάγματα παραδέχεσθαι Asoka Edict.8S., τὰ τοῦ Χριστοῦ διδάγματα Iust.Phil.2Apol.2.2, Μουσῶν SEG 32.1608 (Cirene III d.C.), δαιμόνων διδάγματα Amph.Seleuc.54, τῶν ἀποστολικῶν διδαγμάτων ... μνήμην Thdt.M.83.436C, cf. Gr.Naz.M.35.453A.
2 enseñanza, prueba μέγα δ. τοῦ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι Plu.Galb.17.
Greek Monolingual
το (ΑΝ) διδάσκω
μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα του Ευαγγελίου»)
νεοελλ.
1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα»)
2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα της ιστορίας»)
αρχ.
απόδειξη («καὶ προόδους περιῆν μέγα δίδαγμα τοῦ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δίδαγμα: -ατος, τό (διδάσκω), διδασκόμενο μάθημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δίδαγμα: ατος τό
1) урок или обучение Arph., Xen., Plat.;
2) наставление, назидание (ὁ χρόνος δ. ποικιλώτατον Eur.).