εὐσυνειδησία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsyneidisia | |Transliteration C=efsyneidisia | ||
|Beta Code=eu)suneidhsi/a | |Beta Code=eu)suneidhsi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[conscientiousness]], [[integrity]], <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.452.26</span> (iv A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:00, 10 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.