κήτειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiteios
|Transliteration C=kiteios
|Beta Code=kh/teios
|Beta Code=kh/teios
|Definition=ον, (κῆτος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of sea monsters]], νῶτα <span class="bibl">Mosch.2.119</span>; γένυες <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>39.240</span>; πέλωρα <span class="title">Inscr.Perg.</span>324.28: generally, [[monstrous]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Κήτειοι, οἱ</b>, an unknown race in Mysia, <span class="bibl">Od.11.521</span>, cf. <span class="bibl">Str.13.1.70</span>.</span>
|Definition=ον, (κῆτος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of sea monsters]], νῶτα <span class="bibl">Mosch.2.119</span>; γένυες <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>39.240</span>; πέλωρα <span class="title">Inscr.Perg.</span>324.28: generally, [[monstrous]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Κήτειοι, οἱ</b>, an unknown race in Mysia, <span class="bibl">Od.11.521</span>, cf. <span class="bibl">Str.13.1.70</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:05, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήτειος Medium diacritics: κήτειος Low diacritics: κήτειος Capitals: ΚΗΤΕΙΟΣ
Transliteration A: kḗteios Transliteration B: kēteios Transliteration C: kiteios Beta Code: kh/teios

English (LSJ)

ον, (κῆτος)    A of sea monsters, νῶτα Mosch.2.119; γένυες Nonn.D.39.240; πέλωρα Inscr.Perg.324.28: generally, monstrous, Hsch.    II Κήτειοι, οἱ, an unknown race in Mysia, Od.11.521, cf. Str.13.1.70.

German (Pape)

[Seite 1435] von großen Meerfischen, κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι, von den Nereiden, Hosch. 2, 119. – S. auch nom. pr. Κήτειοι. – In den VLL. steht auch κήτειον für γήτειον.

Greek (Liddell-Scott)

κήτειος: -α, -ον, (κῆτος) ἀνήκων εἰς κῆτος, ὁ τοῦ κήτους, νῶτα Μόσχ. 2. 115. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Λ. 521, ἑταῖροι Κήτειοι, εἶναι ἄγνωστός τις λαὸς τῆς Μυσίας, πρβλ. Στράβ. 616. Καθ’ Ἡσύχ. «Κήτειοι· γένος Μυσῶν· ἀπὸ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ Κήτεος. ἢ μεγάλοι».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de cétacé, de gros poisson de mer.
Étymologie: κῆτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κήτειος, -εία, -ον)
κήτος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.)
νεοελλ.
φρ. «κήτειον σπέρμα» — κητόσπερμα
αρχ.
1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης
2. το θηλ. ως ουσ.κητεία
α) το ψάρεμα μεγάλων ψαριών, ιδίως τον(ν)ων
β) το μέρος όπου αλιεύονται μεγάλα ψάρια («εἰσὶ δὲ κητεῑαι παρ' αὐτοῑς ἄρισται», Στράβ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Κήτειοι
άγνωστος λαός της Μυσίας, Ομ. Ιλ.
4. (κατά τον Φώτ.) «κήτειον, λάχανον ἀνθερίκῳ ὅμοιον».

Greek Monotonic

κήτειος: -α, -ον (κῆτος), λέγεται για θαλάσσια τέρατα, σε Μόσχ.

Middle Liddell

κήτειος, η, ον κῆτος
of sea monsters, Mosch.