παραθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parathermaino
|Transliteration C=parathermaino
|Beta Code=paraqermai/nw
|Beta Code=paraqermai/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[warm]], [[cheer]], οἶνος π. τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ath.5.185c</span>:— Pass., to [[be heated]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876b3</span>: metaph., [[παραθερμανθείς]], of a man, [[become quarrelsome]] in his cups, <span class="bibl">Aeschin.2.157</span>; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>19.6</span>.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[warm]], [[cheer]], οἶνος π. τὴν ψυχήν <span class="bibl">Ath.5.185c</span>:— Pass., to [[be heated]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876b3</span>: metaph., [[παραθερμανθείς]], of a man, [[become quarrelsome]] in his cups, <span class="bibl">Aeschin.2.157</span>; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>19.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:09, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθερμαίνω Medium diacritics: παραθερμαίνω Low diacritics: παραθερμαίνω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: parathermaínō Transliteration B: parathermainō Transliteration C: parathermaino Beta Code: paraqermai/nw

English (LSJ)

   A warm, cheer, οἶνος π. τὴν ψυχήν Ath.5.185c:— Pass., to be heated, Arist.Pr.876b3: metaph., παραθερμανθείς, of a man, become quarrelsome in his cups, Aeschin.2.157; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ LXX De.19.6.

German (Pape)

[Seite 478] daneben, an der Seite erwärmen; τὴν ψυχήν, vom Wein, Ath. V, 185 e; u. übertr., LXX.; παραθερμανθείς, Aesch. 2, 157.

Greek (Liddell-Scott)

παραθερμαίνω: θερμαίνω, φαιδρύνω, οἶνος π. τὴν ψυχὴν Ἀθήν. 185C· - Παθ., παραθερμανθείς, ἐπὶ ἀνθρώπου θερμανθέντος ὑπὲρ τὸ δέον, ἐξαφθέντος ἐκ τοῦ οἴνου, Αἰσχίν. 49. 18· φλέγομαι ἐξ ὀργῆς, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 2· τεθέρμανται τῇ καρδίᾳ Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΘ΄, 6).

French (Bailly abrégé)

échauffer à l’excès.
Étymologie: παρά, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ΝΑ παράθερμος
(νεο
ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω
αρχ.
1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνωοἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.)
2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).

Greek Monotonic

παραθερμαίνω: θερμαίνω υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ παραθερμανθείς, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το κρασί, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

παραθερμαίνω: разгорячать: παραθερμανθείς Aeschin. разгоряченный (вином).

Middle Liddell


to heat to excess:—Pass., aor1 part. παραθερμανθείς, of a man become quarrelsome in his cups, Aeschin.