συνδιάκτορος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiaktoros | |Transliteration C=syndiaktoros | ||
|Beta Code=sundia/ktoros | |Beta Code=sundia/ktoros | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[fellow]]-[[διάκτορος]], of Hermes, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A fellow-διάκτορος, of Hermes, Luc.Cont.1.
German (Pape)
[Seite 1007] ὁ, der mit überfährt, Luc. Cont. 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάκτορος: ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς διάκτορος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui conduit ou transporte avec un autre.
Étymologie: συνδιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού όταν συνόδευε τον Χάρωνα κατά τη μεταφορά τών νεκρών στον Άδη) αυτός που είναι ψυχοπομπός μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διάκτορος «ψυχοπομπός, διάκονος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
συνδιάκτορος: ὁ, από κοινού διάκτορος (αγγελιοφόρος), δηλ. σύντροφος του Ερμή, καθώς το επίθ. διάκτορος αποδιδόταν από τον Όμηρ. στον Ερμή, ψυχοπομπός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιάκτορος: ὁ спутник проводника (в царство теней), т. е. спутник Гермеса, помогающий провожать (σύμπλους καὶ ξ. Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιάκτορος -ου, ὁ, Att. ξυνδιάκτορος, mede-overzetter (van de gestorvenen).
Middle Liddell
συνδιάκτορος, ὁ,
a fellow -διάκτορος, i. e. a mate of Hermes, Luc.