ταλαός: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(2b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talaos | |Transliteration C=talaos | ||
|Beta Code=talao/s | |Beta Code=talao/s | ||
|Definition=ή, όν, (Τλάω) <span class="sense" | |Definition=ή, όν, (Τλάω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[τλήμων]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>687</span> (anap.), <span class="bibl">Q.S.1.759</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:31, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, (Τλάω) A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
German (Pape)
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].
Greek Monotonic
τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).
Middle Liddell
τᾰλαός, ή, όν [*τλάω = τλήμων, Ar.]
Frisk Etymology German
ταλαός: {talaós}
Meaning: ausdauernd, ertragend, unglücklich (Ar. Av 687 [anap.], Q. S.)
Etymology : Bildung wie ταναός u.a. (Schwyzer 472f.), vielleicht nur Kürzung von ταλακάρδιος u.a.
Page 2,848