τεσσαρακοστός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tessarakostos
|Transliteration C=tessarakostos
|Beta Code=tessarakosto/s
|Beta Code=tessarakosto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fortieth]], <span class="bibl">Th.1.60</span>, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, <span class="bibl">Archim.<span class="title">Aren.</span>4.10</span>, al.; also Ion. apparently, <span class="title">SIG</span>167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) <span class="title">GDI</span>5755.5 (ibid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ τεσσαρακοστή</b> (sc. [[μοῖρα]]): </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">tax of one-fortieth</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>825</span>; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς <span class="title">MAMA</span>4.113 (Lysias, i/ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> a [[fortieth]], a coin of Chios, <span class="bibl">Th.8.101</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fortieth]], <span class="bibl">Th.1.60</span>, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, <span class="bibl">Archim.<span class="title">Aren.</span>4.10</span>, al.; also Ion. apparently, <span class="title">SIG</span>167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) <span class="title">GDI</span>5755.5 (ibid.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ τεσσαρακοστή</b> (sc. [[μοῖρα]]): </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">tax of one-fortieth</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>825</span>; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς <span class="title">MAMA</span>4.113 (Lysias, i/ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> a [[fortieth]], a coin of Chios, <span class="bibl">Th.8.101</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρᾰκοστός Medium diacritics: τεσσαρακοστός Low diacritics: τεσσαρακοστός Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: tessarakostós Transliteration B: tessarakostos Transliteration C: tessarakostos Beta Code: tessarakosto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.).    II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα):    1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.).    2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.

German (Pape)

[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Theils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ [[[μοῖρα]]]· 1) φόροςτέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῡνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκο-στός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].

Greek Monotonic

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), , τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρᾰκοστός: атт. τεττᾰρᾰκοστός 3 сороковой Thuc. etc.

Middle Liddell

τεσσᾰρᾰκοστός, ή, όν
I. fortieth, Lat. quadragesimus, Thuc.
II. τεσσαρακοστή μοῖρα, a fortieth, a coin of Chios, Thuc.