τραγῳδικός: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tragodikos | |Transliteration C=tragodikos | ||
|Beta Code=tragw|diko/s | |Beta Code=tragw|diko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[befitting a tragic poet]] or [[tragedy]], τραγῳδικὸν βλέπει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>424</span>: generally, like [[τραγικός]], τ. χοροί <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>391</span> (as cited by Sch.<span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span> 127c</span>); τ. θρόνος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>769</span>; <b class="b3">τ. τέχνη</b> ib. <span class="bibl">1495</span> (lyr.); <b class="b3">ὠδυνήθην τραγῳδικόν</b> suffered a [[tragic]] woe, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>9</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.632.37</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. -κῶς Eust.632.37.
German (Pape)
[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].
Greek Monotonic
τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε τραγωδία, χοροί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τραγῳδικὸν βλέπειν, φαίνομαι τραγικός, σε Αριστοφ.· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, υπέμεινα τραγική οδύνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγῳδικός: трагедийный, трагический (χοροί Arph.).
Middle Liddell
τρᾰγῳδικός, ή, όν
befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.