ἀμφιβληστροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfivlistroeidis
|Transliteration C=amfivlistroeidis
|Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s
|Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[net-like]], [[χιτών]] prob. [[the retina]], <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">10.2</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Poll.2.71</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[net-like]], [[χιτών]] prob. [[the retina]], <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">10.2</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Poll.2.71</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:35, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβληστροειδής Medium diacritics: ἀμφιβληστροειδής Low diacritics: αμφιβληστροειδής Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amphiblēstroeidḗs Transliteration B: amphiblēstroeidēs Transliteration C: amfivlistroeidis Beta Code: a)mfiblhstroeidh/s

English (LSJ)

ές,    A net-like, χιτών prob. the retina, Gal. UP8.6, 10.2, cf. Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

German (Pape)

[Seite 136] ές, netzartig, Poll. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβληστροειδής: -ές, = ὅμοιος δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.

Spanish (DGE)

-ές
reticular ἀ. χιτών retina Gal.3.639, cf. 762, Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)
1. αρχ. ο όμοιος με αμφίβληστρο, με δίχτυ
2. (Ανατ.) ο χιτώνας του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει χώρα η νευρική διέγερση από το φυσικό φως και αρχίζει η αίσθηση της όρασης. Ο υπόλοιπος βολβός είναι ένα ερειστικό περίβλημα που ρυθμίζει τη θρέψη του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον + -ειδής < εἶδος.