ἐκμεθύσκω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekmethysko | |Transliteration C=ekmethysko | ||
|Beta Code=e)kmequ/skw | |Beta Code=e)kmequ/skw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[make quite drunk]]: metaph., <b class="b3">τὰς ῥίζας..λίαν ἐ</b>. [[over-charge]] them [[with moisture]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.15.3</span>; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου <span class="title">AP</span>5.3 (Phld.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 12 December 2020
English (LSJ)
A make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
French (Bailly abrégé)
enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l’excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 emborrachar, fig. empapar excesivamente, encharcar τὰς ῥίζας Thphr.CP 5.15.3, λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου AP 5.4 (Phld.)
•en metáf. dar de beber hasta hartarse Λόγος ... ἦν ἡ πέτρα δεδιψηκότα τὸν Ἰσραὴλ τοῖς ... ἀδοκήτοις ἐκμεθύσκων νάμασι Cyr.Al.Inc.Unigen.711e.
2 fig. c. suj. abstr. ofuscar, atontar τρυφὴ ... κοσμικὴ ... ἐκμεθύσκει δεινῶς τὸν εἰσδεδεγμένον αὐτήν Cyr.Al.M.68.164B.
II intr. en v. med. emborracharse completamente Tz.Ex.35.18.
Greek Monolingual
ἐκμεθύσκω (AM)
κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς
αρχ.
1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω
2. γεμίζω τελείως με υγρό.
Greek Monotonic
ἐκμεθύσκω: μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα, διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμεθύσκω: досл. обильно поить вином, перен. обильно наливать (λύχνον ἐλαιηρῆς δρόσου Anth.).
Middle Liddell
fut. ύσω
to make quite drunk, to saturate with a thing, c. gen., Anth.