ἐξορία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(12) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoria | |Transliteration C=eksoria | ||
|Beta Code=e)cori/a | |Beta Code=e)cori/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ἐξόριος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A v. ἐξόριος.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Exil, Sp. S. ἐξόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἐξόριος.
Greek Monolingual
η (AM ἐξορία) εξόριος
1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, απέλαση
2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος
νεοελλ.
1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του και να ζει με επιτήρηση σε άλλη περιοχή μέσα στα σύνορα της πατρίδας του
2. φρ. «ζει στην εξορία του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο μέρος.