ἐπάνθημα: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epanthima
|Transliteration C=epanthima
|Beta Code=e)pa/nqhma
|Beta Code=e)pa/nqhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[efflorescence]], [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.κσ; [[fine flower]], <span class="bibl">Id.<span class="title">in Nic.</span>p.39</span> P., al.; <b class="b3">ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα</b> [[special virtues]], ib.<span class="bibl">p.118</span> P.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[efflorescence]], [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.κσ; [[fine flower]], <span class="bibl">Id.<span class="title">in Nic.</span>p.39</span> P., al.; <b class="b3">ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα</b> [[special virtues]], ib.<span class="bibl">p.118</span> P.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνθημα Medium diacritics: ἐπάνθημα Low diacritics: επάνθημα Capitals: ΕΠΑΝΘΗΜΑ
Transliteration A: epánthēma Transliteration B: epanthēma Transliteration C: epanthima Beta Code: e)pa/nqhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A efflorescence, [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων Iamb.Protr.21.κσ; fine flower, Id.in Nic.p.39 P., al.; ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα special virtues, ib.p.118 P.

German (Pape)

[Seite 902] τό, die Blüthe, das Vorzüglichste, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνθημα: τό, = ἐπάνθισμα, τὸ ἐξαίρετον μέρος πράγματός τινος, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. Ἀρ. 53C.

Greek Monolingual

το (Α ἐπάνθημα) επανθώ
νεοελλ.
(ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος
αρχ.
1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημαγέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων», Ιάμβλ.)
2. λεπτό λουλούδι
3. (μάθηματ.) τὰ ἐπανθήματα
οι ιδιότητες των αριθμών.