ῥαβδισμός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ravdismos | |Transliteration C=ravdismos | ||
|Beta Code=r(abdismo/s | |Beta Code=r(abdismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[winnowing]], [[threshing]], PTeb.119.46 (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:30, 13 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A winnowing, threshing, PTeb.119.46 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 829] ὁ, das mit der Ruthe, mit dem Stocke Schlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδισμός: ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - ὡσαύτως ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow.
Greek Monolingual
ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ ῥαβδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα
2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα
3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι με τη χρήση ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα.