Σαδδουκαίοι: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
(36)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ<br />[[ονομασία]] τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε [[κατά]] τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο [[γράμμα]] του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την [[παράδοση]], αρνούνταν την [[αθανασία]] της ψυχής και την [[ανάσταση]] τών [[νεκρών]] και απέδιδαν [[μεγάλη]] [[σημασία]] στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη [[θεία]] [[πρόνοια]] και την [[ελευθερία]] της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την [[ευζωία]] και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε [[αντίθεση]] με τους Φαρισαίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. εβραϊκό <i>s</i><i>ā</i><i>dd</i><i>ū</i><i>gi</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Şadoq</i>, [[αρχιερέας]] του Ισραήλ και [[ιδρυτής]] της αίρεσης αυτής].
|mltxt=οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ<br />[[ονομασία]] τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε [[κατά]] τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο [[γράμμα]] του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την [[παράδοση]], αρνούνταν την [[αθανασία]] της ψυχής και την [[ανάσταση]] τών [[νεκρών]] και απέδιδαν [[μεγάλη]] [[σημασία]] στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη [[θεία]] [[πρόνοια]] και την [[ελευθερία]] της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την [[ευζωία]] και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε [[αντίθεση]] με τους Φαρισαίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. εβραϊκό <i>s</i><i>ā</i><i>dd</i><i>ū</i><i>gi</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Şadoq</i>, [[αρχιερέας]] του Ισραήλ και [[ιδρυτής]] της αίρεσης αυτής].
}}
}}

Revision as of 21:49, 29 December 2020

Greek Monolingual

οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].