άκορνα: Difference between revisions
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκορνα]], η (Α)<br />το ακανθώδες [[φυτό]] Cnicus Acorna.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄκορνα]], η (Α)<br />το ακανθώδες [[φυτό]] Cnicus Acorna.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως [[ἄκρος]], <i>ἀκή</i> κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]», ενώ το [[τέρμα]] -<i>ρνα</i> οδηγεί στη [[σκέψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. [[ἄκορνα]] συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου [[κόρνος]] «σικελική [[ονομασία]] του φυτού αγριομυρσίνη», [[καθώς]] και με το ουσ. [[σκόρνος]] «[[μυρσίνη]], το [[φυτόν]]». Ο [[ίδιος]] πιστεύει [[επίσης]] ότι από τη λ. [[ἄκορνα]] προέρχεται το ουσ. <i>ἀκορνὸς</i> ([[ὀκορνός]]), που δηλώνει «[[είδος]] ακρίδας», [[επειδή]] οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο [[πρέπει]] [[επίσης]] και το ουσ. [[κόρνοψ]] «[[είδος]] ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. [[κόρνος]] (<b>πρβλ.</b> και [[ακανθίας]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]])<br /><b>βλ.</b> και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄκορνα, η (Α)
το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα -ρνα οδηγεί στη σκέψη ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. ἄκορνα συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου κόρνος «σικελική ονομασία του φυτού αγριομυρσίνη», καθώς και με το ουσ. σκόρνος «μυρσίνη, το φυτόν». Ο ίδιος πιστεύει επίσης ότι από τη λ. ἄκορνα προέρχεται το ουσ. ἀκορνὸς (ὀκορνός), που δηλώνει «είδος ακρίδας», επειδή οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο πρέπει επίσης και το ουσ. κόρνοψ «είδος ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. κόρνος (πρβλ. και ακανθίας < ἄκανθα)
βλ. και λήμμα ακ-].