έφυδρος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(15) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔφυδρος]], -ον, Α ιων. τ. [[ἔπυδρος]], -ον)<br />[[υγρός]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον δυτικό άνεμο) [[νοτερός]], αυτός που φέρνει [[βροχή]] («αὐτὰρ ἄη [[Ζέφυρος]] [[μέγας]] αἰὲν [[ἔφυδρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονο [[νερό]] («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ [[ἔπυδρος]] πίδαξι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υδρόβιος]], αυτός που ζει [[πάνω]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]] («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>υδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:02, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].