αδειάζω: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδεια]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[άδειασμα]], [[αδειαστής]], [[αδειαστικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:29, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Μ ἀδειάζω)
έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ
νεοελλ.
1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω
2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι
3. ερημώνομαι
4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού
5. φρ. «άδειασέ μας τη γωνιά (ή τον τόπο)», φύγε από εδώ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδεια (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. άδειασμα, αδειαστής, αδειαστικός].