αμιλλώμαι: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)<br />[[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να ξεπεράσω κάποιον, να [[φανώ]] ή να γίνω [[ανώτερος]] από αυτόν [[διαγωνίζομαι]], [[συναγωνίζομαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εφάμιλλος]], [[ισάξιος]] με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου για να πετύχω [[κάτι]], [[πασχίζω]], [[μοχθώ]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)<br />[[αγωνίζομαι]], [[προσπαθώ]] να ξεπεράσω κάποιον, να [[φανώ]] ή να γίνω [[ανώτερος]] από αυτόν [[διαγωνίζομαι]], [[συναγωνίζομαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εφάμιλλος]], [[ισάξιος]] με κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εντείνω]] τις δυνάμεις μου για να πετύχω [[κάτι]], [[πασχίζω]], [[μοχθώ]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμιλλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁμίλλημα]], [[ἁμιλλητήρ]], [[ἁμιλλητικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁμιλλητήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ἀνθαμιλλῶμαι</i>, <i>διαμιλλῶμαι</i>, <i>συναμιλλῶμαι</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐναμιλλῶμαι</i>, <i>ἐξαμιλλῶμαι</i>, <i>παραμιλλῶμαι</i>, <i>προσαμιλλῶμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)
αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
νεοελλ.
είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ
2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμιλλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικός
αρχ.-μσν.
ἁμιλλητήριος.
ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαι
αρχ.
ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].