δολόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doloeis
|Transliteration C=doloeis
|Beta Code=dolo/eis
|Beta Code=dolo/eis
|Definition=εσσα, εν, (δόλος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[subtle]], [[wily]], <b class="b3">Καλυψώ, Κίρκη</b>, <span class="bibl">Od.7.245</span>, <span class="bibl">9.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of things, [[craftily contrived]], [[artful]], δέσματα <span class="bibl">8.281</span>; θάνατος <span class="bibl">Hellanic.69</span>(a) J.; Τροίας ἕδη <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1527</span> (lyr.).</span>
|Definition=εσσα, εν, (δόλος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[subtle]], [[wily]], <b class="b3">Καλυψώ, Κίρκη</b>, <span class="bibl">Od.7.245</span>, <span class="bibl">9.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[craftily contrived]], [[artful]], δέσματα <span class="bibl">8.281</span>; θάνατος <span class="bibl">Hellanic.69</span>(a) J.; Τροίας ἕδη <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1527</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:55, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολόεις Medium diacritics: δολόεις Low diacritics: δολόεις Capitals: ΔΟΛΟΕΙΣ
Transliteration A: dolóeis Transliteration B: doloeis Transliteration C: doloeis Beta Code: dolo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (δόλος) A subtle, wily, Καλυψώ, Κίρκη, Od.7.245, 9.32. II of things, craftily contrived, artful, δέσματα 8.281; θάνατος Hellanic.69(a) J.; Τροίας ἕδη E.IA1527 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 655] εσσα, εν, voll List, listenreich, listig; Homer dreimal: Odyss. 7, 245 δολόεσσα Καλυψώ; 9, 32 Κίρκη δολόεσσα; 8, 281 von Fesseln (δέσματα) πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο. – Τροίας ἕδη Eur. I. A. 1527; ἀρωγή Ap. Rh. 2, 423.

Greek (Liddell-Scott)

δολόεις: εσσα, εν, (δόλος) δόλιος, πανοῦργος, Καλυψώ, Κίρκη Ὀδ. Η. 245, Ι. 32. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πανούργως ἐπινοηθεὶς ἢ κατασκευασθείς, πλήρης τέχνης ἢ τεχνασμάτων, ὡς τὸ τεχνήεις, δέσματα Θ. 281· θάνατος Ἑλλάν. 82· Τροίας ἕδη Εὐρ. Ι. Α. 1527.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 artificieux, perfide;
2 fait avec un art perfide.
Étymologie: δόλος.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (δόλος): artful; fig., δέσματα, Od. 8.281.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
1 de dioses y pers. artero, astuto, pérfido Καλυψώ Od.7.245, Κίρκη Od.9.32, de Medea, A.R.3.89, cf. AP 4.3b.25, de Odiseo, Q.S.5.449, de Ares, Nonn.D.4.242, de Eros, Nonn.D.15.220, de Hermes, Nonn.D.9.233, de Selene PMag.4.2285.
2 de cosas y abstr. engañoso, doloso ἀράχνια ... δολόεντα ref. a las cadenas con que apresó Hefesto a Afrodita y Ares Od.8.281, πότμος Batr.(1)50, θάνατος Hellanic.169a, καὶ δολόεντα Τροίας ἕδη E.IA 1527, ἀρωγή A.R.2.423, μόρος Opp.H.2.156, 4.120, ἐσωπή Opp.H.4.358, ὄνειρα SHell.1148, ἀοιδή Orac.Sib.5.326, ἵππος del caballo de Troya, Q.S.12.169, 14.139, σώματα Triph.413, φύσις Synes.Hymn.1.705, ὕπνος Nonn.D.48.757.

Greek Monolingual

δολόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) δολερός, πανούργος
2. (για πράγμ.) αυτός που επινοήθηκε ή κατασκευάστηκε με πανουργία.

Greek Monotonic

δολόεις: -εσσα, -εν (δόλας),
I. δόλιος, πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για πράγματα, πονηρά, επινοημένος, κατασκευασμένος, με τεχνάσματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δολόεις: όεσσα, όεν хитрый, коварный, лукавый (Καλυψω, δέσματα Hom.; Τροίας ἕδη Eur.).

Middle Liddell

δολόεις, εσσα, εν adj δόλος
I. subtle, wily, Od.
II. of things, craftily contrived, Eur.