Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακρώζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakrozo
|Transliteration C=katakrozo
|Beta Code=katakrw/zw
|Beta Code=katakrw/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[croak at]], [[croak down]], like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1020</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[croak at]], [[croak down]], like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1020</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρώζω Medium diacritics: κατακρώζω Low diacritics: κατακρώζω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΩΖΩ
Transliteration A: katakrṓzō Transliteration B: katakrōzō Transliteration C: katakrozo Beta Code: katakrw/zw

English (LSJ)

A croak at, croak down, like jackdaws, μίσει σφε κ. κολοιοί Ar.Eq.1020.

German (Pape)

[Seite 1357] (s. κρώζω), gegen Einen ankrächzen; πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί Ar. Equ. 1020; auch τινός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρώζω: φωνάζω δυνατὰ ὡς οἱ κόρακες, διὰ τῶν κρωγμῶν καταβάλλω ἢ ἐνοχλῶ, μίσει σφε κατ. κολοιοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1020· καὶ μετὰ γεν., μήποτε κατακρώξωσιν αὐτοῦ ψόφοι Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

croasser contre, acc..
Étymologie: κατά, κρώζω.

Greek Monolingual

κατακρώζω (Α)
κράζω επανειλημμένα σαν κοράκι εναντίον κάποιου, ενοχλώ κάποιον κράζοντας («πολλοὶ γὰρ μίσει σφε κατακρώζουσι κολοιοί», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρώζω «κράζω, κραυγάζω»].

Greek Monotonic

κατακρώζω: κρώζω, καταβάλλω, ενοχλώ με άναρθρους ή βραχνούς ήχους, όπως κάνουν τα κοράκια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρώζω: (о галках) преследовать своим криком (τινά Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρώζω krassen (van kraaien).

Middle Liddell


to croak at, croak down, like jackdaws, Ar.