πορφυρίων: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=porfyrion | |Transliteration C=porfyrion | ||
|Beta Code=porfuri/wn | |Beta Code=porfuri/wn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[purple coot]] or [[water-hen]], [[Fulica porphyrion]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>707</span>, al., <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>509a11</span>, <span class="bibl">595a12</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>11.18</span>, <span class="bibl">Polem.Hist.59</span>; distd. from the [[πορφυρίς]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 100c</span>.<span class="bibl">2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a kind of [[polypus]], <span class="bibl">Artem.2.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a kind of [[fish]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A purple coot or water-hen, Fulica porphyrion, Ar.Av.707, al., Arist.HA509a11, 595a12, LXX Le.11.18, Polem.Hist.59; distd. from the πορφυρίς, Call.Fr. 100c.2. II a kind of polypus, Artem.2.14. 2 a kind of fish, Hsch.
German (Pape)
[Seite 686] ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι .ἔχον μέγεθος ἀλεκτρυόνος, καλεῖται δὲ πορφυρίων διὰ τὸ τοῦ ῥύγχους φοινικοῦν, fulica porfyrion Λιν., poule Sultane Buff., Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 32., 8. 6, 1, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 18)· διαφέρει τῆς πορφυρίδος, Ἀθήν. 388D, καὶ τοῦ φοινικοπτέρου. ΙΙ. εἶδος πολύποδος, Ἀρτεμίδ. 2. 14· εἶδος ἰχθύος, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
1 poule d’eau à bec et à pattes rouges, oiseau;
2 sorte de polype.
Étymologie: πορφύρα.
Greek Monolingual
-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών του κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, της οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρ-ίων)].
Greek Monotonic
πορφῠρίων: -ωνος, ὁ (πορφύρα), νερόκοτα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρίων: ωνος ὁ зоол. лысуха красная (Fulica porphyris L) Arph., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρίων -ωνος, ὁ [πορφύρα] waterhoen.