στραβισμός: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stravismos | |Transliteration C=stravismos | ||
|Beta Code=strabismo/s | |Beta Code=strabismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[squinting]], Gal.19.436: pl., Id.7.150, <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">Pr.</span>2.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 31 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στραβίζω
αδυναμία τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο αντικείμενο προς το οποίο το άτομο ζητά να κατευθύνει το βλέμμα του
νεοελλ.
φρ. α) «συγκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα μέσα, προς το άλλο μάτι
β) «αποκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα έξω, απομακρυνόμενο από το άλλο μάτι
γ) «συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο η απόκλιση παραμένει σταθερή, άσχετα από τη διεύθυνση προς την οποία κατευθύνεται το βλέμμα
δ) «μη συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο ο βαθμός της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη διεύθυνση του βλέμματος.