συμπαρομαρτῶ: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparomarto
|Transliteration C=symparomarto
|Beta Code=sumparomartw=
|Beta Code=sumparomartw=
|Definition=[[συμπαρομαρτέω]] <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[συμπαρέπομαι]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.24</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Ill.</span>27</span>; of things, [[accompany]], σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.17</span>; φόβος σ. τινί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>8.7.7</span>; ὀσμαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>4.21</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.1</span>; of symptoms, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.1</span>, <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.237D.</span></span>
|Definition=[[συμπαρομαρτέω]] <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[συμπαρέπομαι]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.24</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Ill.</span>27</span>; of things, [[accompany]], σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.17</span>; φόβος σ. τινί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>8.7.7</span>; ὀσμαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>4.21</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>3.1</span>; of symptoms, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.1</span>, <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.237D.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρομαρτῶ Medium diacritics: συμπαρομαρτῶ Low diacritics: συμπαρομαρτώ Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΜΑΡΤΩ
Transliteration A: symparomartō̂ Transliteration B: symparomartō Transliteration C: symparomarto Beta Code: sumparomartw=

English (LSJ)

συμπαρομαρτέω A = συμπαρέπομαι, X.Cyr.1.6.24, App.Ill.27; of things, accompany, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος X.Smp.4.17; φόβος σ. τινί Id.Cyr.8.7.7; ὀσμαί Id.Oec.4.21, Ael.VH3.1; of symptoms, Aret.SD2.1, Steph.in Gal.1.237D.

German (Pape)

[Seite 985] = συμπαρέπομαι; Xen. Cyr. 7, 5, 84; ἐπί τι, 1, 6, 24 u. Sp., wie Luc. Gall. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρομαρτέω: συμπαρέπομαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6. 24· ἐπὶ πραγμάτων, συνοδεύω, συνακολουθῶ, σ. πάσῃ ἡλικίᾳ τὸ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 17· φόβος σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 7, 7· ὀσμὴ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner ou escorter ensemble ou en même temps à côté de.
Étymologie: σύν, παρομαρτέω.

Greek Monolingual

συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτέω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α
συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν.
β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.)
νεοελλ.
(συν. το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα συμπαρομαρτούντα
τα παρεπόμενα, τα παρακολουθήματα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρομαρτῶ «ακολουθώ, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρομαρτέω: μέλ. -ήσω, = συμπαρέπομαι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρομαρτέω begeleiden, vergezellen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρομαρτέω: сопровождать, сопутствовать (τινι и ἐπί τι Xen., Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω = συμπαρέπομαι, Xen.]