τετευχῆσθαι: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetefchisthai
|Transliteration C=tetefchisthai
|Beta Code=teteuxh=sqai
|Beta Code=teteuxh=sqai
|Definition=(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be armed]], <span class="bibl">Od.22.104</span>.</span>
|Definition=(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be armed]], <span class="bibl">Od.22.104</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:45, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετευχῆσθαι Medium diacritics: τετευχῆσθαι Low diacritics: τετευχήσθαι Capitals: ΤΕΤΕΥΧΗΣΘΑΙ
Transliteration A: teteuchē̂sthai Transliteration B: teteuchēsthai Transliteration C: tetefchisthai Beta Code: teteuxh=sqai

English (LSJ)

(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, A to be armed, Od.22.104.

Greek (Liddell-Scott)

τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.

English (Autenrieth)

(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -].

Greek Monotonic

τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τετευχῆσθαι: inf. pf. pass. к τευχέω.

Middle Liddell


from the Subst. τεύχεα [epic perf. pass. inf. with pres. sense, formed] [no pres. in use]
to be armed, Od.