τρανός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tranos
|Transliteration C=tranos
|Beta Code=trano/s
|Beta Code=trano/s
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τρανής]].</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[τρανής]].</span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:10, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱνός Medium diacritics: τρανός Low diacritics: τρανός Capitals: ΤΡΑΝΟΣ
Transliteration A: tranós Transliteration B: tranos Transliteration C: tranos Beta Code: trano/s

English (LSJ)

A v. τρανής.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. τρανής;
Cp. τρανότερος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη της ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.)
νεοελλ.
1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό
2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, σπουδαίος («έγινε μεγάλος και τρανός τώρα και δεν μάς μιλάει»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο τρανός
α) αξιωματούχος
β) είδος παραδοσιακού χορού από την περιοχή της Μακεδονίας
4. παροιμ. «θέλεις το τρανό χουλιάρι; πάρε και μεγάλο φτυάρι» — δηλώνει ότι όσοι έχουν μεγάλες αξιώσεις πρέπει να προσφέρουν και ανάλογες υπηρεσίες
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) τρανόν
με διαυγή τρόπο, τρανώς.
επίρρ...
τρανώς/ τρανῶς ΝΜΑ και τρανά Ν
με τρανό, ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του επιθ. τρανής, κατά τη θεματική κλίση].

Russian (Dvoretsky)

τρᾱνός: Plut., Sext. = τρανής.