ἄτολμος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atolmos | |Transliteration C=atolmos | ||
|Beta Code=a)/tolmos | |Beta Code=a)/tolmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[daring nothing]], [[cowardly]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.32</span>, <span class="bibl">Th.2.39</span> (Comp.), etc.; λῆμα . . οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 458</span>; ἄ. καὶ μαλακός <span class="bibl">D.8.68</span>, etc.; of women, ἄ. αἰχμά <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>630</span>(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.75d</span>: c. inf., <b class="b3">ἄ. εἰμι . . δῆσαι</b> I have [[not the heart]] to bind, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>14</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Plb.3.103.3</span>, Plu.2.47c: Comp. -ότερον [[less boldly]], Gal.6.37.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:25, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A daring nothing, cowardly, Pi.N.11.32, Th.2.39 (Comp.), etc.; λῆμα . . οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu. 458; ἄ. καὶ μαλακός D.8.68, etc.; of women, ἄ. αἰχμά A.Ch.630(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα Jul.Or.2.75d: c. inf., ἄ. εἰμι . . δῆσαι I have not the heart to bind, A.Pr.14. Adv. -μως Plb.3.103.3, Plu.2.47c: Comp. -ότερον less boldly, Gal.6.37.
German (Pape)
[Seite 387] (τόλμα), nichts unternehmend, Ggstz ἐπιχειρητής Thuc. 8, 96; muthlos, feig, αἰχμὰ γυναικεία Aesch. Ch. 621; Thuc. 2, 39, u. öfter auch Folgde; καὶ μαλακός Dem. 8, 68; καὶ δειλός 19, 206. – Adv. ἀτόλμως, χρῆσθαι τοῖς καιροῖς Pol. 3, 103; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans audace, sans hardiesse, timide ; ἄτολμός εἰμι avec l’inf. ESCHL je n’ose…;
Cp. ἀτολμότερος, Sp. ἀτολμότατος.
Étymologie: ἀ, τόλμα.
English (Slater)
ᾰτολμος
1 unadventurous θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.32)
Spanish (DGE)
-ον
1 falto de audacia, tímido χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄ. ἐών Pi.N.11.32, γυναικείαν <τ'> ἄτολμον αἰχμάν A.Ch.630, μὴ ἀτολμοτέρους τῶν ἀεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι Th.2.39, λῆμα ... οὐκ ἄτολμον, ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu.458, cf. D.8.68, Plu.2.59f, D.Chr.4.106, 107, τὴν ψυχὴν ἄτολμος ... ἦν D.C.67.6.3, cf. Ach.Tat.2.4.4, ἄτολμον ἐπινόημα Iul.Or.3.75d
•c. inf. ἄ. εἰμι συγγενῆ θεὸν δῆσαι βίᾳ me falta corazón para encadenar por la fuerza a un dios hermano A.Pr.14, Εὐριπίδης ... ἄλλαις ἐπιτίθεσθαι φαντασίαις οὐκ ἄ. Longin.15.3
•neutr. compar. como adv. con menos audacia Ἐρασιστράτου δὲ ἀτολμότερον μὲν ἀποφηναμένου Gal.6.37.
2 adv. -ως sin audacia, tímidamente πρὸς πάντ' ... ἀ. καὶ δειλῶς διακείμενοι Aen.Tact.16.20, τὸν Φάβιον ᾐτιῶντο ... ὡς ἀτόλμως χρώμενον τοῖς καιροῖς Plb.3.103.3, cf. Plu.2.47b.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτολμος, -ον) τόλμη
αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός.
Greek Monotonic
ἄτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που δεν τολμά τίποτα, ο στερούμενος τόλμης, άτολμος, δειλός, σε Αριστοφ., Θουκ.· λέγεται για γυναίκες, αυτή που δεν τολμά, επιφυλακτική, υποχωρητική, σε Αισχύλ.· με απαρ., δεν έχει την τόλμη να κάνει ένα πράγμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτολμος: несмелый, робкий, нерешительный (Pind., Thuc.; ἄ. καὶ μαλακός Dem.): ἄ. εἰμι Aesch. я не смею; ἄ. πρός τι Plut. не отваживающийся на что-л.
Middle Liddell
τόλμα
daring nothing, wanting courage, spiritless, cowardly, Ar., Thuc.:—of women, unenterprising, retiring, Aesch.:—c. inf. not having the heart to do a thing, Aesch.