ῥοδόσταγμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rodostagma
|Transliteration C=rodostagma
|Beta Code=r(odo/stagma
|Beta Code=r(odo/stagma
|Definition=ατος, τό, (στάζω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[extract of roses prepared with honey]], like [[ῥοδόμελι]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; also ῥοδό-στακτον, τό, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.15</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, (στάζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[extract of roses prepared with honey]], like [[ῥοδόμελι]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; also ῥοδό-στακτον, τό, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.15</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:57, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόσταγμα Medium diacritics: ῥοδόσταγμα Low diacritics: ροδόσταγμα Capitals: ΡΟΔΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: rhodóstagma Transliteration B: rhodostagma Transliteration C: rodostagma Beta Code: r(odo/stagma

English (LSJ)

ατος, τό, (στάζω) A extract of roses prepared with honey, like ῥοδόμελι, Sch.Ar.Pl.529; also ῥοδό-στακτον, τό, Paul.Aeg.7.15.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσταγμα: τό, (στάζω) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ μετὰ μέλιτος παρασκευαζόμενον, ὡς τὸ ῥοδόμελι, Γαλην., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 527· ὡσαύτως ῥοδόστακτον, τό, Παῦλ. Αἰγιν. 7. 15, πρβλ. τὸ νῦν: ῥοδόσταμον.

Greek Monolingual

το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή του ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].