Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίψακος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "   " to "")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διψακός <i>Cyran</i>.5.4.2, Gal.8.394, 400, Alex.Trall.2.493.20, Paul.Aeg.3.45.10<br /><b class="num">I</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[cardencha]], [[cardo de cardadores]], [[Dipsacus fullonum L.]], o [[D. laciniatus L.]], Dsc.3.11, Plin.<i>HN</i> 27.71, <i>Cyran</i>.l.c., Gal.6.636, 11.864, Aët.1.91.<br /><b class="num">2</b> [[díctamo]], [[Origanum dictamnus L.]], Ps.Apul.<i>Herb</i>.62.20.<br /><b class="num">II</b> medic. [[sed desmedida]] como síntoma de la diabetes, Gal.ll.cc., Alex.Trall.l.c.<br /><b class="num">•</b>de ahí tb. la enfermedad de la [[diabetes]] Paul.Aeg.l.c.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διψακός <i>Cyran</i>.5.4.2, Gal.8.394, 400, Alex.Trall.2.493.20, Paul.Aeg.3.45.10<br /><b class="num">I</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[cardencha]], [[cardo de cardadores]], [[Dipsacus fullonum]] L., o [[Dipsacus laciniatus]] L., Dsc.3.11, Plin.<i>HN</i> 27.71, <i>Cyran</i>.l.c., Gal.6.636, 11.864, Aët.1.91.<br /><b class="num">2</b> [[díctamo]], [[Origanum dictamnus L.]], Ps.Apul.<i>Herb</i>.62.20.<br /><b class="num">II</b> medic. [[sed desmedida]] como síntoma de la diabetes, Gal.ll.cc., Alex.Trall.l.c.<br /><b class="num">•</b>de ahí tb. la enfermedad de la [[diabetes]] Paul.Aeg.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δίψακος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γένους [[φυτών]] τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το [[νερό]], [[νεροκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες<br /><b>2.</b> [[είδος]] σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη [[δίψα]] στον πάσχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δίψακον [[θρυαλλίδιον]]» — [[φιτίλι]] που διψάει, που θέλει [[λάδι]]<br />«[[δίψακος]] [[ὀδύνη]]» — επώδυνη [[δίψα]], [[δίψα]] που προκαλεί [[δίψα]]<br />«[[δίψακος]] ἀήρ» — [[στεγνός]], [[ξερός]] [[αέρας]].
|mltxt=ο (Α [[δίψακος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] γένους [[φυτών]] τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το [[νερό]], [[νεροκράτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυτό]] θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες<br /><b>2.</b> [[είδος]] σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη [[δίψα]] στον πάσχοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δίψακον [[θρυαλλίδιον]]» — [[φιτίλι]] που διψάει, που θέλει [[λάδι]]<br />«[[δίψακος]] [[ὀδύνη]]» — επώδυνη [[δίψα]], [[δίψα]] που προκαλεί [[δίψα]]<br />«[[δίψακος]] ἀήρ» — [[στεγνός]], [[ξερός]] [[αέρας]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 5 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίψᾰκος Medium diacritics: δίψακος Low diacritics: δίψακος Capitals: ΔΙΨΑΚΟΣ
Transliteration A: dípsakos Transliteration B: dipsakos Transliteration C: dipsakos Beta Code: di/yakos

English (LSJ)

ὁ, prob. a kind of A diabetes, attended with violent thirst, Gal.8.394, Alex.Trall.11.6. II teasel, Dipsacus fullonum, Dsc.3.11, Gal.11.864.

German (Pape)

[Seite 647] ὁ, oder διψακός, 1) eine Krankheit, sonst διαβήτης, Harnruhr, weil sie mit unauslöschlichem Durste verbunden ist, Medic. – 2) die Kardendistel, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δίψᾰκος: ὁ, πιθανῶς εἶδος διαβήτου (τῆς νόσου) συνοδευομένου ὑπὸ ἰσχυρᾶς δίψης, Γαλην. 7, 511. ΙΙ. φυτὸν θαμνῶδες καὶ ἀκανθῶδες ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κναφεῦσιν, dispacus fullonum, Διοσκ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de diabète, maladie qui cause une soif ardente;
2 chardon à foulon, plante.
Étymologie: δίψα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): διψακός Cyran.5.4.2, Gal.8.394, 400, Alex.Trall.2.493.20, Paul.Aeg.3.45.10
I bot.
1 cardencha, cardo de cardadores, Dipsacus fullonum L., o Dipsacus laciniatus L., Dsc.3.11, Plin.HN 27.71, Cyran.l.c., Gal.6.636, 11.864, Aët.1.91.
2 díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Apul.Herb.62.20.
II medic. sed desmedida como síntoma de la diabetes, Gal.ll.cc., Alex.Trall.l.c.
de ahí tb. la enfermedad de la diabetes Paul.Aeg.l.c.

Greek Monolingual

ο (Α δίψακος)
νεοελλ.
ονομασία γένους φυτών τών οποίων τα φύλλα με τη διάταξή τους συγκρατούν το νερό, νεροκράτης
αρχ.
1. φυτό θαμνώδες, αγκαθωτό, που χρησιμοποιούσαν οι βυρσοδέψες
2. είδος σακχαρώδους διαβήτη που προκαλούσε αφόρητη δίψα στον πάσχοντα
3. φρ. «δίψακον θρυαλλίδιον» — φιτίλι που διψάει, που θέλει λάδι
«δίψακος ὀδύνη» — επώδυνη δίψα, δίψα που προκαλεί δίψα
«δίψακος ἀήρ» — στεγνός, ξερός αέρας.