ὑψίβατος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίποδα]]) αυτός που έχει ψηλή [[βάση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[βατός]] ([[βαίνω]]), πρβλ. [[εὔβατος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]- | |mdlsjtxt=ὑψί-βᾰτος, ον,<br />set on [[high]], [[high]]-[[place]]d, Pind., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 15 January 2021
English (LSJ)
ον, A set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui monte ou s’élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.
English (Slater)
ὑψίβᾰτος, -ον
1 lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά («Ἀχαιών ὑψίβατοι πόλιες», Πίνδ.)
2. (για τρίποδα) αυτός που έχει ψηλή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βατός (βαίνω), πρβλ. εὔβατος].
Greek Monotonic
ὑψίβᾰτος: -ον, αυτός που βρίσκεται ψηλά, ψηλά τοποθετημένος, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίβᾰτος: высокий (Ἀχαιῶν πόλιες Pind.; τρίπους Soph.).