ἀμφίαλος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfialos | |Transliteration C=amfialos | ||
|Beta Code=a)mfi/alos | |Beta Code=a)mfi/alos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [ἀμφιαλής]] ([[sea-girt]], [[seagirt]]), freq. of Ithaca in Od., as <span class="bibl">1.386</span>,<span class="bibl">395</span>; of Lemnos, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>146</span>; with ref. to Corinth, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of two seas]], <b class="b3">ἀ. Ποτειδᾶνος τεθμοί</b>, of Isthmian games, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.40</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[living amid seas]], ζῷον Plu.2.667e. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> ἡ ἀμφίαλος (sc. [[ὁδός]]) dub. l. in <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.2.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:34, 28 January 2021
English (LSJ)
ον, = [ἀμφιαλής]] (sea-girt, seagirt), freq. of Ithaca in Od., as 1.386,395; of Lemnos, S.Ph.146; with ref. to Corinth, A of two seas, ἀ. Ποτειδᾶνος τεθμοί, of Isthmian games, Pi.O.13.40. 2 living amid seas, ζῷον Plu.2.667e. 3 ἡ ἀμφίαλος (sc. ὁδός) dub. l. in X.HG4.2.13.
German (Pape)
[Seite 136] Hom. fünfmal, Versansg Od. 21, 252 ἐν αὐτῇ
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίᾰλος: -ον, (ἃλς) ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, σύνηθες ἐπίθ. τῆς Ἰθάκης ἐν Ὀδ., ὡς ἐν τῷ Α. 386 καὶ 395· τῆς Λήμνου, Σοφ. Φ. 1464. 2) ἀκολούθως ἐπὶ τῆς Κορίνθου, μεταξὺ δύο θαλασσῶν, τὸ τοῦ Ὁρατίου bimaris Corinthus, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 13· οὕτως ὁ Πίνδ., Ο. 13. 57, λόγον ποιούμενος περὶ τῶν Ἰσθμικῶν ἀγώνων, λέγει: ἐν δ’ ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entouré par la mer;
2 baigné par la mer de deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, ἅλς¹.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀμφῐᾰλος
1 between the seas ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν i. e. in the Isthmian games (O. 13.40)
Spanish (DGE)
(ἀμφίᾰλος) -ον
1 rodeado por el marde Ítaca Od.1.386, 395, Λήμνου πέδον ἀμφίαλον S.Ph.1464, de Día, A.R.4.425, de Creta, Q.S.10.83, de los milesios ZPE 7.204.4, πέτραι Opp.H.1.122.
2 entre dos mares de Corinto ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν Pi.O.13.40
•ἡ ἀμφίαλος l.d., quizá el (camino) de la costa X.HG 4.2.13.
3 marino ζῶον Plu.2.667e.
Greek Monolingual
ἀμφίαλος, -ον (Α)
1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα
2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος»)
3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες
4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα Ίσθμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἀμφὶ- «ολόγυρα» + ἅλς, ἁλὸς «θάλασσα»].
Greek Monotonic
ἀμφίᾰλος: -ον (ἅλς),
1. περιτριγυρισμένος από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. λέγεται για την Κόρινθο, μεταξύ δυο θαλασσών, διθάλασσος, αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες, το bimaris του Ορατίου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίᾰλος: [ἅλς I]
1) окруженный морем (Ἰθάκη Hom.; Λήμνου πέδον Soph.);
2) омываемый двумя морями, т. е. находящийся на перешейке (sc. ὁδός Xen.): ἀμφίαλοι Ποτειδᾶνος τεθμοί Pind. = Ἴσθμια.
Middle Liddell
[ἅλς]
1. sea-girt, of islands, Od., Soph.
2. of Corinth, between two seas, Horace's bimaris, Xen.