μεσσόθεν: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεσσόθεν | |||
|Medium diacritics=μεσσόθεν | |||
|Low diacritics=μεσσόθεν | |||
|Capitals=ΜΕΣΣΟΘΕΝ | |||
|Transliteration A=messóthen | |||
|Transliteration B=messothen | |||
|Transliteration C=messothen | |||
|Beta Code=messo/qen | |||
|Definition=''poet.'' for [[μεσόθεν]], Adv. [[from the middle]], μ. [[ἰσοπαλές]] Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. [[ὕλης]] ''AP'' 9.661 (Jul. Aeg.); [[μεσόθεν]], Ti.Locr. 95e. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσσόθεν''': ποιητ. ἀντὶ [[μεσόθεν]], ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· [[μετὰ]] γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D. | |lstext='''μεσσόθεν''': ποιητ. ἀντὶ [[μεσόθεν]], ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· [[μετὰ]] γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D. |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
poet. for μεσόθεν, Adv. from the middle, μ. ἰσοπαλές Parm. 8.44, cf. ARh. 1.1168; c. gen., μ. ὕλης AP 9.661 (Jul. Aeg.); μεσόθεν, Ti.Locr. 95e.
Greek (Liddell-Scott)
μεσσόθεν: ποιητ. ἀντὶ μεσόθεν, ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μέσου, Παρμενίδης ἐν Πλάτ. Σοφιστ. 244Ε, Ἀπολ. Ρόδ. Α. 1168· μετὰ γεν., μ. ὕλης Ἀνθ. Π. 9. 661· - μέσοθεν παρὰ Τιμ. τῷ Λοκρ. 95D.
French (Bailly abrégé)
poét. p. μεσόθεν.
Greek Monolingual
μεσσόθεν (ποιητ. τ.) και μεσόθεν και μέσοθεν (Α)
επίρρ.
1. από τη μέση
2. στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος (βλ. λ. μέσος) + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. οίκο-θεν)].
Greek Monotonic
μεσσόθεν: ποιητ. αντί μεσόθεν, επίρρ., από τη μέση, σε Ανθ.
Middle Liddell
from the middle, Anth.