μελαντειχής: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελαντειχής | |||
|Medium diacritics=μελαντειχής | |||
|Low diacritics=μελαντειχής | |||
|Capitals=ΜΕΛΑΝΤΕΙΧΗΣ | |||
|Transliteration A=melanteichḗs | |||
|Transliteration B=melanteichēs | |||
|Transliteration C=melanteichis | |||
|Beta Code=melanteixh/s | |||
|Definition=ές, [[black-walled]], [[δόμος]] [[Φερσεφόνας]] Pi. ''O.'' 14.20. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] [[δόμος]], Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0120.png Seite 120]] [[δόμος]], Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20. |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
ές, black-walled, δόμος Φερσεφόνας Pi. O. 14.20.
German (Pape)
[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.
English (Slater)
μελαντειχής
1 with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
Greek Monolingual
μελαντειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῡν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι-τειχής, χαλκο-τειχής].
Greek Monotonic
μελαντειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μελαντειχής: черностенный (δόμος Περσεφόνης Pind.).