φήμα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=φήμα
|Medium diacritics=φήμα
|Low diacritics=φήμα
|Capitals=ΦΗΜΑ
|Transliteration A=phḗma
|Transliteration B=phēma
|Transliteration C=fima
|Beta Code=fh/ma
|Definition=''pseudo-Doric'' for [[φήμη]] {Doric [[φάμα]]}, B. 5.194, al., Isyll. 80.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> (<i>τὰ</i>) <i>φήματα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όσα λέγονται, οι λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>mņ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της κατάλ. -<i>meņ</i>)].<br />ἡ, Α<br />(πιθ. δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φήμη]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>στον πληθ.</b> (<i>τὰ</i>) <i>φήματα</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> όσα λέγονται, οι λόγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>mņ</i>-, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της κατάλ. -<i>meņ</i>)].<br />ἡ, Α<br />(πιθ. δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[φήμη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φήμα Medium diacritics: φήμα Low diacritics: φήμα Capitals: ΦΗΜΑ
Transliteration A: phḗma Transliteration B: phēma Transliteration C: fima Beta Code: fh/ma

English (LSJ)

pseudo-Doric for φήμη {Doric φάμα}, B. 5.194, al., Isyll. 80.

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. (τὰ) φήματα
(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< --, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].
ἡ, Α
(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.