μελαναθήρ: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(24) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μελαναθήρ | |||
|Medium diacritics=μελαναθήρ | |||
|Low diacritics=μελαναθήρ | |||
|Capitals=ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ | |||
|Transliteration A=melanathḗr | |||
|Transliteration B=melanathēr | |||
|Transliteration C=melanathir | |||
|Beta Code=melanaqh/r | |||
|Definition=[[σῖτος]], -έρος, ὁ, [[dark kind of summer-wheat]], ''Gp.'' 3.3.11 (-αίθηρ Hsch.). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. | |lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. |
Revision as of 15:55, 1 February 2021
English (LSJ)
σῖτος, -έρος, ὁ, dark kind of summer-wheat, Gp. 3.3.11 (-αίθηρ Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
Greek Monolingual
μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῑτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].