θυηφάγος: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θυη- | |mdlsjtxt=θυη-φᾰ́γος, ον [[θύος]], [[φαγεῖν]]<br />[[devouring]] offerings, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 4 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A devouring offerings, φλόξ A.Ag.597.
German (Pape)
[Seite 1222] φλόξ, Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.
Greek (Liddell-Scott)
θυηφάγος: ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore la victime du sacrifice.
Étymologie: θύος, φαγεῖν.
Greek Monolingual
θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, χορτο-φάγος.
Greek Monotonic
θυηφάγος: [ᾰ], -ον (θύος, φαγεῖν), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θυηφάγος: (ᾰ) пожирающий жертву (φλόξ Aesch.).