μύρσινος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrsinos | |Transliteration C=myrsinos | ||
|Beta Code=mu/rsinos | |Beta Code=mu/rsinos | ||
|Definition=Att. | |Definition=Att. [[μύρρινος]], η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μύρτινος]], [[of myrtle]], ([[μύρον]]) <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>27</span>; ὄζος <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>202</span>; ἔλαιον Androm. ap. Gal.13.687, al., cf. <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.114</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. [[μύρρινος]], ὁ, = [[μυρσίνη]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.3.3</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[μυρσίνη]] (with or without [[σμίλη]]), ἡ, [[convex scalpel]], Gal.2.477, al. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[μύρρινον]], [[τό]], [[glans]], [[glans penis]], [[upper]] [[part]] of the [[penis]] ([[membrum virile]]), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>964</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:51, 10 February 2021
English (LSJ)
Att. μύρρινος, η, ον, A = μύρτινος, of myrtle, (μύρον) Thphr.Od.27; ὄζος Call.Dian.202; ἔλαιον Androm. ap. Gal.13.687, al., cf. PPetr.2p.114 (iii B. C.). II Subst. μύρρινος, ὁ, = μυρσίνη 1.1, Thphr.HP1.3.3, al. 2 μυρσίνη (with or without σμίλη), ἡ, convex scalpel, Gal.2.477, al. 3 μύρρινον, τό, glans, glans penis, upper part of the penis (membrum virile), Ar.Eq.964.
German (Pape)
[Seite 222] = μύῤῥινος; πτόρθοι, Eur. Alc. 170; ὄζος, Callim. H. Dian. 203.
Greek (Liddell-Scott)
μύρσῐνος: μεταγεν. Ἀττ. μύρρινος, -η, -ον, = μύρτινος, ὁ ἐκ μύρτου, Λατ. myrteus, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 202· - ὡς οὐσιαστ., = μύρτος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 3. ΙΙ. τὸ μύρρινον, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 964.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 le petit myrte, plante;
2 « le bouton de fleur », le clitoris.
Étymologie: μύρτον.
Greek Monolingual
μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη, μύρτινος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μύρσινος
μυρσίνη
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυρσίνη
κοίλη σμίλη
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μύρσινον
το κατώτερο μέρος του ανδρικού αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτινος (< μύρτος) με συριστικοποίηση του -τ- σε -σ- πριν από το -ι-, πρβλ. φύτις (< φυτό) -φύσις, πέρυτι-πέρυσι. Στην αττ. διάλ. μετά την συριστικοποίηση το -σ- του συμπλέγματος -ρσ- αφομοιώνεται σε -ρ- μύρρινος (πρβλ. θάρσος - θάρρος, ἄρσην - ἄρρην)].