γνωμικός: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
m (Text replacement - " " to "") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnomikos | |Transliteration C=gnomikos | ||
|Beta Code=gnwmiko/s | |Beta Code=gnwmiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[normative]] (nisi leg. [[γνωμονικά]]), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ <span class="bibl">Philol.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> (γνώμη <span class="bibl">111.3</span>), [[dealing in]] or [[suited to maxims]], [[ | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[normative]] (nisi leg. [[γνωμονικά]]), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ <span class="bibl">Philol.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> (γνώμη <span class="bibl">111.3</span>), [[dealing in maxims]] or [[suited to maxims]], [[didactic]], περίοδος <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.3</span>; τὰ γ. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.278</span>; τὸ γ. <span class="bibl">D.Chr.52.17</span>; <b class="b3">σχῆμα γνωμικόν</b>. Sch. <span class="bibl">Od.15.74</span>. Adv. [[γνωμικῶς]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.15</span> O., <span class="bibl">Ath.5.191e</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cognoscitivo]] γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.<br /><b class="num">2</b> [[sentencioso]] περίοδος Hermog.<i>Inu</i>.4.3, σχῆμα Sch.<i>Od</i>.15.74, cf. 4.691<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ γ. [[sentencia]], [[máxima]] οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.<i>M</i>.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.<i>Od</i>.7.310, Pall.<i>V.Chrys</i>.16.58, Olymp.<i>in Alc</i>.2.54, Tz.<i>H</i>.7.76.<br /><b class="num">3</b> [[propio de la mente]] op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C<br /><b class="num">•</b>[[espiritual]] οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.<br /><b class="num">II</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cognoscitivo]] γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.<br /><b class="num">2</b> [[sentencioso]] περίοδος Hermog.<i>Inu</i>.4.3, σχῆμα Sch.<i>Od</i>.15.74, cf. 4.691<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ γ. [[sentencia]], [[máxima]] οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.<i>M</i>.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.<i>Od</i>.7.310, Pall.<i>V.Chrys</i>.16.58, Olymp.<i>in Alc</i>.2.54, Tz.<i>H</i>.7.76.<br /><b class="num">3</b> [[propio de la mente]] op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C<br /><b class="num">•</b>[[espiritual]] οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.<br /><b class="num">II</b> adv. [[γνωμικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[sentenciosamente]] φάναι Ath.191e, cf. Phld.<i>Hom</i>.13.25, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.3.18, 5.14.133.<br /><b class="num">2</b> [[a voluntad]] ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναται Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1501A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:56, 7 March 2021
English (LSJ)
ή, όν, A normative (nisi leg. γνωμονικά), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ Philol.11. 2 (γνώμη 111.3), dealing in maxims or suited to maxims, didactic, περίοδος Hermog.Inv.4.3; τὰ γ. S.E.M.1.278; τὸ γ. D.Chr.52.17; σχῆμα γνωμικόν. Sch. Od.15.74. Adv. γνωμικῶς Phld.Hom.p.15 O., Ath.5.191e.
German (Pape)
[Seite 498] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; ποιητής, gnomischer Dichter; ποίησις, von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμικός: -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. εἶναι οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ φύσις Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1cognoscitivo γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.
2 sentencioso περίοδος Hermog.Inu.4.3, σχῆμα Sch.Od.15.74, cf. 4.691
•neutr. subst. τὸ γ. sentencia, máxima οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.M.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.Od.7.310, Pall.V.Chrys.16.58, Olymp.in Alc.2.54, Tz.H.7.76.
3 propio de la mente op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C
•espiritual οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.
II adv. γνωμικῶς
1 sentenciosamente φάναι Ath.191e, cf. Phld.Hom.13.25, Clem.Al.Strom.5.3.18, 5.14.133.
2 a voluntad ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναται Leont.H.Nest.M.86.1501A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γνωμικός, -ή, -όν) γνώμη
1. αυτός που χρησιμοποιεί «γνώμες» ή γνωμικά, αποφθέγματα («γνωμική ποίηση», «γνωμικοί ποιητές» — οι διδακτικοί ποιητές)
2. το ουδ. ως ουσ. το γνωμικό (AM γνωμικόν)
ηθικό απόφθεγμα με γενική ή ευρύτερη ισχύ, το οποίο στηρίζεται σε μακρά ανθρώπινη πείρα.
Russian (Dvoretsky)
γνωμικός: гномический, назидательный: ποιηταὶ γνωμικοί гномические поэты (общее название авторов назидательных изречений - Солона, Фокилида, Феогнида и др.).